- Φοινίκισσα
- Φοινίκισσα s. Συροφοινίκισσα.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
φοινίκισσα — φοινικίζω imitate the Phoenicians aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)